προσαιτητής

προσαιτητής
ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ]
προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσαιτητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαιτηταῖς — προσαιτητής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαιτητήν — προσαιτητής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαιτητάς — προσαιτητά̱ς , προσαιτητής masc acc pl προσαιτητά̱ς , προσαιτητής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”